Αναζήτηση νέου όρου
cum correctione (συντομογραφία: cc, c.c.)
a
aided (visual acuity)
Συνώνυμα
correctedcum correctione (συντομογραφία: cc, c.c.)
Μεταφράσεις
Βουλγαρικα | с корекция |
Ολλανδικα | met correctie |
Γαλλικα | avec correction |
Γερμανικα | cum correctione |
Ιταλικα | con correzione |
Πορτογαλικα | com correcção |
Ισπανικα | con corrección |
Γερμανικα | korrigiert |
Πορτογαλικα | com correção (συντομογραφία: cc, c.c.) |