Αναζήτηση νέου όρου
c
cum correctione (συντομογραφία: cc, c.c.)
Συνώνυμα
korrigiertΜεταφράσεις
Βουλγαρικα | с корекция |
Ολλανδικα | met correctie |
Αγγλικα | aided |
Γαλλικα | avec correction |
Ιταλικα | con correzione |
Πορτογαλικα | com correcção |
Ισπανικα | con corrección |
Αγγλικα | corrected |
Αγγλικα | cum correctione (συντομογραφία: cc, c.c.) |
Πορτογαλικα | com correção (συντομογραφία: cc, c.c.) |