Αναζήτηση νέου όρου
g
glucocorticoïdes (συντομογραφία: GC) (pl.)
Συνώνυμα
glucocorticoïd (συντομογραφία: GC)Μεταφράσεις
Ολλανδικα | glucocorticoïden |
Αγγλικα | glucocorticoids |
Γερμανικα | Glucocorticoide |
Ιταλικα | glucocorticoide |
Ιαπωνικα | 糖質コルチコイド |
Πορτογαλικα | glicocorticóides |
Ισπανικα | glucocorticoides |
Σουηδικη | glukokortikoider |
Τουρκικα | glükokortikoid |
Γερμανικα | Glukokortikoide |
Γερμανικα | Glucocorticoid (συντομογραφία: GC) |
Γερμανικα | Glukokortikoid |
Αγγλικα | glucocorticoid |
Πορτογαλικα | glicocorticóide (συντομογραφία: GC) |
Ιταλικα | glucocorticoidi (συντομογραφία: GC) |
Ισπανικα | glucocorticoide (συντομογραφία: GC) |
Τουρκικα | glükokortikoidler |
Σουηδικη | glukokortikoid |
Ολλανδικα | glucocorticoïde (συντομογραφία: GC) |