Αναζήτηση νέου όρου
s
scotopic (συντομογραφία: scot.)
Μεταφράσεις
Ολλανδικα | scotopisch |
Γαλλικα | scotopique |
Γερμανικα | skotopisch |
Ιταλικα | scotopico, scotopica |