Αναζήτηση νέου όρου
D
Dioptrie (συντομογραφία: dpt., dpt, D, dptr)
Συνώνυμα
Dioptrien (συντομογραφία: dpt, D, dptr)Μεταφράσεις
Βουλγαρικα | диоптрия |
Κινεζικα (Απλοποιημένα) | 屈光度 |
Κροατικα | dioptrije |
Ολλανδικα | dioptrie |
Αγγλικα | diopter |
Γαλλικα | dioptre |
Ιταλικα | diottria |
Ιαπωνικα | ディオプトリ |
Πορτογαλικα | dioptria |
Ισπανικα | dioptría |
Σουηδικη | dioptri |
Αγγλικα | diopters (συντομογραφία: dpt, D, dptr) |
Πορτογαλικα | dioptrias |
Ιταλικα | diottrie |
Γαλλικα | dioptres |
Ισπανικα | dioptrías |
Ολλανδικα | dioptrieën (συντομογραφία: dpt, dptr) |