Αναζήτηση νέου όρου
eleviert
v
vermehrt
Συνώνυμα
erhöhteleviert
Μεταφράσεις
Ολλανδικα | verhoogt |
Αγγλικα | elevated |
Γαλλικα | élevé |
Ελληνικα | αυξημένος, -η, -ο |
Ιταλικα | elevato |
Ισπανικα | elevado |
Αγγλικα | raised |