α
用語のリスト
現在の言語辞書
α2 αδρενεργικοί αγωνιστέςαγγείοαγγειονευρωτικό οίδημααθαλαμιααίμααιμορραγίααιμορραγία του υαλώδουςακετυλοσαλικυλικό οξύακτινοδιαγνώστηςακτινοδιαγνωστικήακτινωτή κερατοτομή ακτινωτό σώμααλλεργίααλλεργική επιπεφυκίτιδααλυσιδωτή αντίδραση πολυμεράσης (略語: PCR)αμβλυωπίααμινογλυκωσίδες (pl.)αμνιακη μεμβρανηαμφιβληστροειδήςαναισθησίααναλγητικά (pl.)ανιριδίαανισοκορίαανοψίααντιβιοτικόαπαγωγό νεύροαποκόλληση αμφιβληστροειδούςαποκόλληση υαλοειδούςαποτρίχωσηαπόφραξη αμφιβληστροειδικής φλεβαςαπόφραξη ρινοδακρυϊκού συστήματοςαριστεράαριστερός οφθαλμόςαρρώστιααρτηρίααρτηριοσκλήρυνσηαστιγματισμόςαυξημένη ενδοφθάλμια πίεσηαυξημένος, -η, -οαυτοματοποιημένη πεταλοειδή κερατοπλαστικήαχρωματοψίααγγειακό οίδημααγγειοοίδημαακτινολόγοςακτινωτή ζώνηαναλγητικόςαντιβιοτικάαξονική τομογραφίααριστερό μάτιασθένειααύξηση της ενδοφθάλμιας πίεσης